- γουργούρισμα
- το1. το γουργουρητό των εντέρων.2. ο ήχος της γαργάρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γουργούρισμα — το [γουργουρίζω] 1. (για τα στενόλαιμα αγγεία) ιδιόρρυθμος ήχος κατά το άδειασμα τού νερού 2. (για τα έντερα) ιδιόρρυθμος ήχος λόγω τής μετακινήσεως τών αερίων … Dictionary of Greek
άραδος — Αρχαία φοινικική πόλη, που ίδρυσαν πρόσφυγες από τη Σιδώνα, στα βόρεια των εκβολών του ποταμού Ελευθέρου σε οχυρή νησίδα. Η Ά. ήταν η τρίτη ομοσπονδιακή πόλη των Φοινίκων μαζί με την Τύρο και τη Σιδώνα. Μολονότι o βασιλιάς της Στράτων νικήθηκε… … Dictionary of Greek
βορβορυγμός — ο (Α βορβορυγμός) [βορβορύζω] γουργούρισμα στην κοιλιά, που προέρχεται από τη μετατόπιση των αερίων, τα οποία είναι ανακατωμένα με το εντερικό περιεχόμενο … Dictionary of Greek
βορβορύζω — (Α) έχω γουργούρισμα στην κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μη ινδοευρ. προελεύσεως ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (βλ. και λ. βόρβορος)] … Dictionary of Greek
βουρβουλάκιασμα — το [βουρβουλακιάζω] το γουργούρισμα … Dictionary of Greek
βόμβος — Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βομβιδών και της υποτάξης των κλειστογάστρων. Ονομάζονται επίσης ψιθυριστές και μπάμπουρες. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία και σε όλη την Αμερική, σε ετήσιες κοινωνίες, αποτελούμενες από μία βασίλισσα,… … Dictionary of Greek
βόρβορος — ο (AM βόρβορος) βρομερή λάσπη, βούρκος μσν. νεοελλ. ηθική ακαθαρσία, διαφθορά αρχ. κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για κληρονομημένη λ., τότε μπορεί να συσχετιστεί με τα… … Dictionary of Greek
γουργουλητό — το το γουργούρισμα … Dictionary of Greek
γουργουρητό — το το γουργούρισμα … Dictionary of Greek
γουργουρικό — το (Μ γουργουρικόν) [γουργουρίζω] γουργούρισμα … Dictionary of Greek